- μυριατιμώ
- (Μ μυριατιμῶ)βλ. μυριοτιμώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυριοτιμώ — και μυριατιμώ (Μ μυριοτιμῶ και μυριατιμῶ, άω) [μυριότιμος] τιμώ πάρα πολύ μσν. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) μυριοτιμημένος, η, ον αυτός που έχει τιμηθεί πάρα πολύ, πολυτίμητος, ευυπόληπτος … Dictionary of Greek